μποέμ

μποέμ
ο, η
άκλ. (λ. γαλλ.)
1. άνθρωπος που ζει φτωχικά και ανέμελα (καλλιτέχνης, ποιητής, Τσιγγάνος κτλ.).
2. μτφ., άνθρωπος που νοιάζεται μόνο για διασκεδάσεις αδιαφορώντας για τις καθημερινές ανάγκες της ζωής: Είναι μποέμ και δεν αγχώνεται ποτέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μποέμ — (boheme). Γαλλικός όρος που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες για να προσδιορίσει έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, γεμάτο αμεριμνησία, φαντασία, προσωρινότητα και αταξία, χαρακτηριστικά γνωρίσματα μερικών κύκλων καλλιτεχνών και διανοουμένων του… …   Dictionary of Greek

  • μποέμικος — η, ο [μποέμ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μποέμ, ανέμελος, ξένοιαστος («μποέμικη ζωή»). επίρρ... μποέμικα με τρόπο που αρμόζει σε μποέμ, ανέμελα, ξένοιαστα …   Dictionary of Greek

  • Χατζόπουλος — Επώνυμο 2 αδελφών, ενός συγγραφέα και ενός δημοσιογράφου. 1. Δημήτριος (Αγρίνιο 1872 – Αθήνα 1936). Δημοσιογράφος. Είναι γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μποέμ, Πεζοπόρος, Διαβάτης, Αττικός κ.ά. Για ένα διάστημα μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • μποέμης — ο, θηλ. ισσα μποέμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποέμ*, κατά τα αρσ. σε ης]· …   Dictionary of Greek

  • μποεμισμός — ο η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής τών μποέμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποέμ + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • μποέμικος — η, ο αυτός που ζει σαν μποέμ ή που ταιριάζει στον μποέμ: Έκανε μποέμικη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”